Αναδημοσίευση απο Eagainst.com
[…] Εξετάζοντας την ψυχολογία του ναζισμού πρέπει πρώτα να θεωρήσουμε σαν εισαγωγή το θέμα της δυνατότητας εφαρμογής των ψυχολογικών παραγόντων στην κατανόηση του ναζισμού. Κατά την επιστήμη και ακόμη περισσότερο κατά την εκλαϊκευτική εξέταση του ναζισμού προβάλλονται συνήθως δύο αντίθετες απόψεις: σύμφωνα με την πρώτη, η ψυχολογία δεν είναι ικανή να εξηγήσει ένα οικονομικό και πολιτικό φαινόμενο όπως ο φασισμός και σύμφωνα με τη δεύτερη, ο φασισμός αποτελεί σήμερα πέρα για πέρα ψυχολογικό πρόβλημα.
Η πρώτη άποψη θεωρεί το ναζισμό είτε σαν αποτέλεσμα ενός αποκλειστικά οικονομικού δυναμισμού –των επεκτατικών τάσεων του γερμανικού ιμπεριαλισμού- είτε σαν ουσιαστικά πολιτικό φαινόμενο –της κατάκτησης του κρατικού μηχανισμού από ένα πολιτικό κόμμα υποστηριζόμενο από τους βιομηχάνους και τους Γιούνγκερς. Με δύο λόγια, η νίκη του ναζισμού θεωρείται σαν αποτέλεσμα της εξαπάτησης και του εκβιασμού της πλειοψηφίας του πληθυσμού από μια μειοψηφία.
Η δεύτερη άποψη, εξάλλου, υποστηρίζει πως ο ναζισμός μπορεί να εξηγηθεί μόνο με βάση την ψυχολογία ή μάλλον με βάση την ψυχοπαθολογία. Θεωρούν το Χίτλερ σαν τρελό ή σα «νευρωτικό» και τους οπαδούς του επίσης τρελούς και πνευματικά ανισόρροπους. Σύμφωνα με την εξήγηση αυτή, όπως την παρουσιάζει ο Λ.Μάμφορντ, οι αληθινές πηγές του φασισμού πρέπιε να αναζητηθούν «στην ανθρώπινη ψυχή και όχι στην οικονομία». Και συνεχίζει: «Στην ακαταμάχητη έπαρση, την ευχαρίστηση της ωμότητας, τη νευρωτική αποσύνθεση – σε όλα αυτά βρίσκεται η εξήγηση του φασισμού και όχι στη συνθήκη των Βερσαλλιών ή την ανικανότητα της γερμανικής δημοκρατίας.»
Κατά τη γνώμη μας, καμία απ΄αυτές τις εξηγήσεις που τονίζουν τους πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες και αποκλείουν τους ψυχολογικούς –ή αντίστροφα- είναι ορθή. Ο ναζισμός είναι ένα ψυχολογικό πρόβλημα, αλλά οι ψυχολογικοί παράγοντες αυτοί καθαυτοί θα πρέπει να θεωρείται πως διαμορφώθηκαν από κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες. Ο ναζισμός είναι οικονομικό και πολιτικό πρόβλημα, αλλά η εξάπλωσή του σ΄έναν ολόκληρο λαό θα πρέπει να γίνει κατανοητή πάνω σε ψυχολογική βάση. Αυτό που μας ενδιαφέρει στο κεφάλαιο αυτό είναι η ψυχολογική αυτή άποψη του ναζισμού, η ανθρώπινη βάση του. Το θέμα αυτό προβάλλει δύο προβλήματα: τη διαμόρφωση χαρακτήρα των ανθρώπων εκείνων προς τους οποίους απευθυνόταν και τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά της ιδεολογίας που τον κατέστησε ένα τόσο αποτελεσματικό όργανο σχετικά με τους ίδιους αυτούς ανθρώπους.
Θεωρώντας την ψυχολογική βάση της επιτυχίας του ναζισμού, θα πρέπει να κάνουμε, πριν ακόμη ξεκινήσουμε, τον εξής διαφορισμό: ένα μέρος του πληθυσμού υποτάχθηκε στο ναζιστικό καθεστώς χωρίς μεγάλη αντίσταση, αλλά και χωρίς να γίνουν οι άνθρωποι αυτοί θαυμαστές της ναζιστικής ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής. Ένα άλλο μέρος ένοιωσε να έλκεται ισχυρά από τη νέα ιδεολογία και αφοσιώθηκε με φανατισμό στους κήρυκές της. Την πρώτη ομάδα αποτελούσε κατά κύριο λόγο η εργατική τάξη και η φιλελεύθερη και καθολική αστική τάξη. Παρά την εξαίρετη οργάνωση, ιδιαίτερα της εργατικής τάξης, οι ομάδες αυτές, μολονότι τηρούσαν συνέχεια εχθρική στάση απέναντι στο ναζισμό από την εμφάνισή του μέχρι το 1933, δεν πρόβαλαν την εσωτερική αντίσταση που θα ανέμενε κανείς σαν αποτέλεσμα των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Η θέλησή τους να αντισταθούν κατέρρευσε γρήγορα και από τότε πολύ λίγο ενόχλησαν το καθεστώς (εκτός φυσικά μιας μικρής μειοψηφίας, που αγωνίστηκε ηρωικά κατά του ναζισμού ολ΄αυτά τα χρόνοα). Ψυχολογικά, αυτή η προθυμία υποταγής στο ναζιστικό καθεστώς φαίνεται πως οφειλόταν κατά κύριο λόγο σε μια κατάσταση εσωτερικής κόπωσης και μοιρολατρίας, η οποία, όπως θα δείξουμε στο επόμενο κεφάλαιο, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής μμας, ακόμη και στις δημοκρατικές χώρες. Στη Γερμανία υπήρχε μια ακόμη συνθήκη που αφορούσε την εργατική τάξη αυτής της χώρας: η ήττα που είχε υποστεί μετά τις πρώτες νίκες της επανάστασης του 1918. Η εργατική τάξη είχε εισέλθει στη μεταπολεμική περίοδο με πολλές ελπίδες πραγματοποίησης του σοσιαλισμού ή τουλάχιστο θετικής ανόδου της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής της θέσης. Όμως, ανεξάρτητα από τις αιτίες, δοκίμασε μια σειρά από συνεχείς ήττες, οι οποίες διέψευσαν όλες τις ελπίδες της. Στις αρχές του 1930 τα οφέλη των πρώτων επιτυχιών είχαν εκμηδενιστεί σχεδόν ολότελα, με αποτέλεσμα ένα βαθύ αίσθημα απογοήτευσης και παραίτησης, δυσπιστίας προς την ηγεσία της, αμφιβολίας σχετικά με την αξία κάθε μορφής πολιτικής οργάνωσης και πολιτικής δραστηριότητας. Οι εργάτες και εργαζόμενοι της Γερμανίας εξακολούθησαν να είναι μέλη των διάφορων κομμάτων τους και συνέχισαν να πιστεύουν στις πολιτικές θεωρίες τους. Όμως βαθιά μέσα τους πολλοί απ΄αυτούς είχαν πάψει να πιστεύουν στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης.
Ένα ακόμη κίνητρο νομιμότητας της πλειονότητας του πληθυσμού προς τη ναζιστική κυβέρνηση δημιουργήθηκε μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία. Για εκατομμύρια ατόμων η κυβέρνηση του Χίτλερ έγινε ταυτόσημη με τη «Γερμανία». Από τη στιγμή που κατέλαβε ο Χίτλερ την κρατική εξουσία, ο αγώνας εναντίον του σήμαινε πως αυτοί που θα τον έκαναν αποκλείονταν μόνοι τους από τη γερμανική κοινότητα. Μετά την κατάργηση των πολιτικών κομμάτων, οπότε το ναζιστικό κόμμα «έγινε» η Γερμανία, η αντιπολίτευση προς το κόμμα αυτό σήμαινε αντιπολίτευση προς τη Γερμανία. Φαίνεται πως τίποτε δεν ήταν πιο δύσκολο για το μέσο άνθρωπό από το να υποφέρει το αίσθημα πως δεν ταυτιζόταν με ένα ευρύτερο σύνολο. Όσο κι αν ο Γερμανός πολίτης μπορεί να διαφωνούσε με τις αρχές του ναζισμού, από τη στιγμή που είχε να διαλέξει μεταξύ του να μείνει μόνος ή να ανήκει στη Γερμανία, τα περισσότερα άτομα θα διάλεγαν το δεύτερο. Και υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που πρόσωπα τα οποία δεν ήταν ναζιστές υπεραμύνθηκαν το ναζισμό από την κριτική των ξένων, γιατί ένοιωθαν πως η επίθεση κατά του ναζισμού ήταν επίθεση κατά της Γερμανίας. Ο φόβος της απομόνωσης και η σχετική αδυναμία των ηθικών αρχών, βοηθά κάθε κόμμα να κερδίσει τη νομιμοφροσύνη ενός μεγάλου τομέα του πληθυσμού, όταν το κόμμα αυτό καταλάβει την κρατική εξουσία.
Η άποψη αυτή οδηγεί σ΄ένα πολύ σπουδαίο για τα προβλήματα της πολιτικής προπαγάνδας αξίωμα: κάθε επίθεση κατά της Γερμανίας αυτής καθαυτής, κάθε προπαγάνδα δυσφήμισης σχετικά με «τους Γερμανούς» (όπως η προσωνυμία «Ούννοι» του τελευταίου πολέμου), απεναντίας βοηθούσε στο να γίνεται μεγαλύτερη η νομιμοφροσύνη αυτών που είχαν ολοκληρωτικά ταυτιστεί με το ναζιστικό σύστημα. Αλλά το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να λυθεί βασικά με την κατάλληλη προπαγάνδα, παρά μόνο με την επικράτηση σε όλες τις χώρες μιας θεμελιώδους αλήθειας: ότι οι ηθικές αρχές πρέπει να τίθενται υπεράνω του έθνους και ότι με την προσήλωση στις αρχές αυτές ένα άτομο ανήκει στην κοινότητα όλων εκείνων που ασπάζονται, ασπάστηκαν ή θα ασπάζονται τις αρχές αυτές.
Αντίθετα από την αρνητική ή παθητική στάση της εργατικής τάξης και της φιλελεύθερης και καθολικής αστικής τάξης, η ναζιστική ιδεολογία έγινε με φλογερό ενθουσιασμό δεκτή από τα κατώτερα στρώματα της μεσαίας αστικής τάξης, που τα αποτελούσαν μικροεπαγγελματίες, βιοτέχνες και υπάλληλοι.
Τα μέλη της παλιάς γενιάς της τάξης αυτής αποτέλεσαν την πιο παθητική μαζική βάση. Οι γιοί τους και οι κόρες τους έγιναν πιο δραστήριοι μαχητές. Σ΄αυτούς η ναζιστική ιδεολογία – το πνεύμα τυφλής υπακοής σε έναν ηγέτη και το μίσος κατά των φυλετικών και πολιτικών μειονοτήτων, η δίψα για κατακτήσεις και κυριαρχία, ο εκθειασμός του γερμανικού λαού και της «βόρειας φυλής» – βρήκε τρομαχτική απήχηση στο συναισθηματικό τους κόσμο και ήταν ακριβώς η απήχηση αυτή που τους μετέτρεψε σε φλογερούς οπαδούς και μαχητές της ναζιστικής υπόθεσης. Η απάντηση στο ερώτημα γιατί η ναζιστική ιδεολογία βρήκε τέτοια απήχηση στην κατώτερη μεσαία τάξη πρέπει να αναζητηθεί στον κοινωνικό χαρακτήρα της κατώτερης μεσαίας τάξης. Ο κοινωνικός χαρακτήρας της τάξης αυτής διαφέρει σημαντικά από τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργατικής τάξης, των ανώτερων στρωμάτων της μεσαίας τάξης και της προ του πολέμου τού 1914 αριστοκρατίας. Ορισμένα γνωρίσματα χαρακτήριζαν το τμήμα αυτό της μεσαίας τάξης σ΄όλη τη διάρκεια της ιστορίας της. Η αγάπη της για τον ισχυρό, το μίσος της προς τον αδύνατο, η μικρότητα, η εχθρότητα και η τσιγγουνιά της ως προς τα αισθήματα, αλλά και ως προς το χρήμα και ουσιαστικά ο ασκητισμός της. Η προοπτική των μελών τής μεσαίας τάξης για τη ζωή ήταν περιορισμένη, υποπτεύονταν και μισούσαν τον ξένο, ήταν περίεργοι και ζηλόφθονοι απέναντι στις γνωριμίες τους, προβάλλοντας το φθόνο τους σαν ηθική αγανάκτηση. Ολόκληρη η ζωή τους στηριζόταν στην αρχή της στέρησης – οικονομικής και ψυχολογικής.
Το ότι ο κοινωνικός χαρακτήρας της κατώτερης μεσαίας τάξης διέφερε από τον αντίστοιχο της εργατικής τάξης, δε σήμαινε ότι τη διαμόρφωση αυτή χαρακτήρα δεν τη βρίσκουμε επίσης και στην εργατική τάξη. Αλλά ενώ για την κατώτερη μεσαία τάξη ήταν τυπικό γνώρισμα, μόνο μια μειοψηφία της εργατικής τάξης είχε να επιδείξει την ίδια διαμόρφωση χαρακτήρα κατά τον ίδιο σαφή τρόπο. Πάντως το ένα ή το άλλο γνώρισμα, σε λιγότερο έντονη μορφή, όπως ο μεγάλος σεβασμός προς την εξουσία ή την αποταμίευση, συναντιόταν επίσης στα περισσότερα μέλη της εργατικής τάξης. Από το άλλο μέρος, φαίνεται πως μεγάλο τμήμα των εργαζομένων ως υπαλλήλων –προφανώς η πλειονότητα – έμοιαζε περισσότερο στη διαμόρφωση χαρακτήρα με τους χειρωνακτικούς εργάτες (ιδιαίτερα με τους εργάτες των μεγάλων εργοστασίων) παρά με τη «παλιά μεσαία τάξη», που δεν συμμετείχε στην άνοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού παρά απειλείτο σοβαρά απ΄αυτόν.
Μολονότι είναι αλήθεια πως ο κοινωνικός χαρακτήρας της κατώτερης μεσαίας τάξης παρέμεινε αμετάβλητος για πολύ πριν από τον πόλεμο του 1914, είναι επίσης αλήθεια ότι τα γεγονότα μετά τον πόλεμο έδωσαν μεγαλύτερη έμφαση στα στοιχεία εκείνα, που ήταν τα ισχυρότερα στηρίγματα της ναζιστικής ιδεολογίας: την επιθυμία υποταγής και τον πόθο της εξουσίας.
Στην περίοδο πριν από τη Γερμανική Επανάσταση του 1918, η οικονομική κατάσταση των κατώτερων στρωμάτων της παλιάς μεσαίας τάξης, των ανεξάρτητων επαγγελματιών και βιοτεχνών, βρισκόταν κιόλας σε κατάπτωση. Δεν βρισκόταν όμως σε κατάσταση απόγνωσης και υπήρχαν πολλοί παράγοντες που συνηγορούσαν για μια σταθεροποίηση.
Η εξουσία της μοναρχίας ήταν αδιαφιλονίκητη και το μέλος της μεσαίας τάξης, αποκλίνοντας προς τη μοναρχία και ταυτιζόμενο μ΄αυτή, απέκτησε ένα αίσθημα σιγουριάς και ναρκισσευόμενης υπερηφάνειας. Επίσης, η εξουσία της θρησκείας και της παραδοσιακής ηθικής είχε ακόμη γερές ρίζες. Η οικογένεια εξακολουθούσε να είναι απρόσβλητο και ασφαλές καταφύγιο σ΄έναν εχθρικό κόσμο. Το άτομο αισθανόταν πως ανήκε σ΄ένα σταθερό κοινωνικό και πολιτιστικό σύστημα, στο οποίο κατείχε καθορισμένη θέση. Η υποταγή και η νομιμοφροσύνη του στις υφιστάμενες εξουσίες αποτελούσαν ικανοποιητική λύση για τις μαζοχιστικές του παρορμήσεις. Δεν είχε φτάσει όμως στα άκρα της πλήρους παράδοσης του εγώ του και διατηρούσε την αίσθηση της σπουδαιότητας της προσωπικότητάς του. Αυτό που του έλειπε από άποψη σιγουριάς και επιθετικότητας σαν άτομο, το αναπλήρωνε η δύναμη των εξουσιών στις οποίες είχε υποταχθεί. Με δύο λόγια, η οικονομική του θέση ήταν ακόμη αρκετά σταθερή, ώστε να του δίνει ένα αίσθημα εγωισμού και σχετικής σιγουριάς και οι εξουσίες στις οποίες στηριζόταν ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να του εξασφαλίζουν πρόσθετη σιγουριά, την οποία δεν ήταν δυνατό να εξασφαλίσει από τη θέση του το ίδιο το άτομο.
Η κατάσταση αυτή μεταβλήθηκε σημαντικά κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Κατά πρώτο λόγο, η οικονομική κατάπτωση της παλιάς μεσαίας τάξης ακολούθησε γοργότερο ρυθμό. Η κατάπτωση αυτή επιταχύνθηκε από τον πληθωρισμό, που, φτάνοντας στο κατακόρυφο το 1923, εξανέμισε ολότελα τις οικονομίες πολλών χρόνων εργασίας.
Ενώ κατά την περίοδο 1924-1928 παρατηρείται μια οικονομική βελτίωση, που επιτρέπει την αναζωογόνηση των ελπίδων της κατώτερης μεσαίας τάξης, η κρίση του 1929 ήρθε να εξανεμίσει και πάλι όλα τα κέρδη που είχαν πραγματοποιηθεί. Όπως και κατά την περίοδο του πληθωρισμού, η μεσαία τάξη, συνθλιβόμενη ανάμεσα στους εργάτες και τις ανώτερες τάξεις, ήταν το περισσότερο ανυπεράσπιστο στρώμα και επομένως αυτό που δέχτηκε τα σκληρότερα πλήγματα.
Εκτός όμως από τους οικονομικούς παράγοντες, στην επιδείνωση της θέσης της συνέβαλαν και ψυχολογικά στοιχεία. Ένα απ΄αυτά ήταν η στρατιωτική ήττα και η πτώση της μοναρχίας. Καθώς η μοναρχία και το κράτος ήταν το σταθερό θεμέλιο πάνω στο οποίο, από ψυχολογική άποψη, ο μικροαστός είχε στηρίξει την ύπαρξή του, η αποτυχία και η ήττα του κράτους και της μοναρχίας συγκλόνισε τη βάση της ίδιας της ζωής του. Αφού ήταν δυνατό ο Κάιζερ να εξευτελίζεται δημόσια, οι αξιωματικοί να προσβάλλονται, το κράτος να αλλάζει μορφή και να γίνουν υπουργοί οι «ερυθροί αγκιτάτορες» και πρόεδρος ένας σαμαράς,ποιόν θα μπορούσε να εμπιστευθεί ο μικροαστός? Είχε ταυτίσει τον εαυτό του, με τη στάση υποταγής του, μ΄όλους αυτούς τους θεσμούς που κατέρρευσαν. Τώρα που θα μπορούσε να στηριχτεί?
Ο πληθωρισμός έπαιξε και οικονομικό και ψυχολογικό ρόλο. Ήταν ένα θανάσιμο χτύπημα κατά της αρχής της αποταμίευσης, καθώς και κατά του κύρους του κράτους. Αν οι οικονομίες μιας ολόκληρης ζωής, για τις οποίες είχαν θυσιαστεί τόσες και τόσες μικροαπολαύσεις, ήταν δυνατό να χαθούν, όχι από υπαιτιότητα του κατόχου τους, ποια σημασία είχε λοιπόν η αποταμίευση? Αν το κράτος μπορούσε να αθετεί την υπόσχεσή του, πού είχε δώσει με ενυπόγραφα τραπεζογραμμάτια και ομολογίες, τίνος την υπόσχεση μπορούσε πια να πάρει κανείς στα σοβαρά?
Σε απότομη πτώση δε βρέθηκε μόνο η οικονομική θέση της κατώτερης μεσαίας τάξης μετά τον πόλεμο, αλλά και το κοινωνικό της γόητρο. Πριν από τον πόλεμο, το μέλος της μεσαίας τάξης ένοιωθε καλύτερα από τον εργάτη. Μετά την επανάσταση, το κοινωνικό γόητρο της εργατικής τάξης ανέβηκε σημαντικά και κατά συνέπεια το γόητρο της μεσαίας τάξης μειώθηκε σχετικά. Δεν υπήρχε πια κανείς κατώτερος που μπορούσε η μεσαία τάξη να τον κοιτάζει αφ’ υψηλού, προνόμιο που αποτελούσε από παλιά ένα ισχυρότατο ατού του μικροεπαγγελματία και των ομοίων του.
Εκτός απ΄αυτούς τους παράγοντες, κλονίστηκε επίσης και το τελευταίο οχυρό της σιγουριάς της μεσαίας τάξης: η οικογένεια. Στη Γερμανία, περισσότερο από τις άλλες χώρες, διαταράχτηκαν η εξουσία του πατέρα και η ηθική της παλιάς μεσαίας τάξης. Η νεώτερη γενιά έκανε ό,τι ήθελε χωρίς να νοιάζεται αν στις πράξεις της είχε την επιδοκιμασία των γονέων.
Είναι τόσο πολύπλευρες και πολυσύνθετες οι αιτίες αυτής της εξέλιξης, ώστε δεν είναι δυνατό να εξεταστούν εδώ λεπτομερειακά. Θα ασχοληθώ εδώ όμως σχετικά με λίγα λόγια. Η παρακμή των παλιών κοινωνικών συμβόλων εξουσίας, όπως η μοναρχία και το κράτος, επέδρασε πάνω στο ρόλο της ατομικής εξουσίας, δηλαδή της εξουσίας των γονέων. Αν αυτές οι εξουσίες, τις οποίες η νεώτερη γενιά είχε διδαχτεί από τους γονείς της να σέβεται, κλονίστηκαν, τότε και οι γονείς έχασαν την εξουσία και το κύρος τους. Ένας άλλος παράγοντας ήταν πως, στις αλλαγμένες συνθήκες, η παλιά γενιά τα είχε χάσει, δεν ήξερε τι να κάνει και μπορούσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες δυσκολότερα απ΄όσο η εξυπνότερη νεώτερη γενιά.
Έτσι η νεώτερη γενιά αισθανόταν ανωτερότητα απέναντι στους μεγαλύτερους και δεν μπορούσε να τους παίρνει πια, καθώς και τα κηρύγματά τους, στα σοβαρά. Ακόμη, η οικονομική παρακμή της μεσαίας τάξης στερούσε τους γονείς από τον οικονομικό τους ρόλο, του υποστηρικτή του οικονομικού μέλλοντος των παιδιών τους.
Η παλιά γενιά της κατώτερης μεσαίας τάξης αισθανόταν περισσότερη πικρία και μνησικακία, αλλά με παθητικό τρόπο. Η νέα γενιά σπρωχνόταν στη δράση. Η οικονομική θέση της τελευταίας είχε επιδεινωθεί από το γεγονός ότι η βάση για μια ανεξάρτητη οικονομική ύπαρξη, σαν εκείνη που γνώρισαν οι γονείς τους, είχε πια χαθεί. Η επαγγελματική αγορά ήταν κορεσμένη και οι ευκαιρίες να σταδιοδρομήσει κανείς σα γιατρός ή δικηγόρος ήταν περιορισμένες. Όσοι είχαν πάρει μέρος στον πόλεμο ένοιωθαν πως είχαν δικαίωμα να περνούν καλύτερα. Ιδιαίτερα οι πολυάριθμοι νέοι αξιωματικοί, που ήταν συνηθισμένοι επί χρόνια να διοικούν και να ασκούν εξουσία εντελώς φυσικά, δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με την ιδέα πως θα εργαστούν σαν υπάλληλοι ή σαν περιοδεύοντες.
Η αυξανόμενη κοινωνική απογοήτευση είχε προεκτάσεις που αποτελούσαν μια από τις σημαντικές πηγές του Εθνικοσοσιαλισμού: τα μέλη της μεσαίας τάξης, αντί να κατανοήσουν την οικονομική και κοινωνική τους μοίρα, ταύτισαν συνειδητά τη μοίρα τους με τη μοίρα του έθνους. Η εθνική ήττα και η συνθήκη των Βερσαλλιών έγιναν τα σύμβολα, στα οποία μετατέθηκε η πραγματική – η κοινωνική – διάψευση των ελπίδων τους.
Σημείωση Eagainst: Το κείμενο του Έριχ Φρομ « Η ψυχολογία του ναζισμού» αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του «Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία», εκδόσεων Μπουκουμάνη σε μετάφραση του Δημήτρη Θεοδωρακάτου. Στο κείμενο παραλείψαμε τις υποσημειώσεις, οι οποίες αφορούν τις βιβλιογραφικές πηγές των πορισμάτων του συγγραφέα. Όποιος ενδιαφέρεται για το ζήτημα της οικογένειας και τον ρόλο της στην αναπαραγωγή του εξουσιαστικού-αυταρχικού χαρακτήρα , στο οποίο ο συγγραφέας δεν μπορεί όπως λέει να εισέλθει αναλυτικά, υπάρχει και η μελέτη του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών(Σχολή της Φραγκφούρτης) «Αυθεντία και Οικογένεια» στο οποίο εξετάζεται η συγκρότηση του θεσμού της οικογένειας (και) από την σκοπιά της ψυχολογίας-ψυχανάλυσης από τον Φρόμ. Οι τονισμοί στο κείμενο δικοί μας.
Αναδημοσίευση απο Eagainst.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε εδώ